ἀνέτρεφε

ἀνέτρεφε
ἀνατρέφω
bring up
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

  • σκυθοτρόφος — ον, Μ αυτός που ανέτρεφε Σκύθες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σκύθης + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • Ήφαιστος — Ένας από τους θεούς του ελληνικού δωδεκάθεου, γιος του Δία και της Ήρας. Κατά την ελληνική μυθολογία ο Ή. ήταν χαλκουργός που επεξεργαζόταν τα μέταλλα με τη βοήθεια της φωτιάς· συνδέεται έτσι με το δημιουργικό έργο της φωτιάς ως κοσμικού… …   Dictionary of Greek

  • Ονέιντα — (Oneida). Κομμουνιστική κοινότητα, που ιδρύθηκε το 1842 στην πόλη Πάτυν της Πολιτείας Βέρμοντ των ΗΠΑ. Αργότερα μεταφέρθηκε 3 χλμ. στα νότια της πόλης Ονέιντα από την οποία πήρε και την ονομασία της. Ιδρυτής της ήταν ο Τζον Χέμφρυ Νόυες και ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”